- πεπάσμην
- πάσσωsprinkleplup ind mp 1st sg (homeric ionic)πατέομαιeatplup ind mp 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατέομαι — Α 1. γεύομαι μια τροφή ή ένα ποτό («νέκταρ ἐπάσαντο», Ησίοδ.) 2. λαμβάνω λίγη τροφή και λίγο ποτό, «τσιμπώ» («δείπνου πασσάμενος», Ομ. Οδ.) 3. τρώγω («πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται σε αρχαία ΙΕ ρίζα *pā t / / *pә … Dictionary of Greek